πατριώταις

πατριώταις
πατριώτης
fellow-countryman
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναπάγω — ΝΜΑ [ἀπάγω] νεοελλ. μεταφέρω μαζί μου με τη βία μσν. αρχ. οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῑς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων. β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”